- επιμελητηριακός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στο επιμελητήριο (βλ. λ.), που γίνεται με αυτό: Η Ελλάδα και η Αλβανία για μερικά χρόνια συνδέονταν μόνο επιμελητηριακά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.